- πιτσικάτο
- το, Νμουσ. τεχνική εκτέλεσης μουσικής σύνθεσης για έγχορδα με δοξάρι που συνίσταται στη νύξη, στο τσίμπημα τών χορδών με τα δάχτυλα και συνήθως με τον δείκτη τού δεξιού χεριού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pizzicato, παθ. μτχ. τού ρ. pizzicare «τσιμπώ, μαδώ»].
Dictionary of Greek. 2013.